- αποσαρκοομαι
- ἀποσαρκόομαιἀπο-σαρκόομαι(о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться
(σάρξ ἀποσαρκοῦται Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σάρξ ἀποσαρκοῦται Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσαρκώσει — ἀποσαρκόομαι fut ind mp 2nd sg ἀ̱ποσαρκώσει , ἀποσαρκόομαι futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκοῦνται — ἀποσαρκόομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκοῦσθαι — ἀποσαρκόομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκοῦται — ἀποσαρκόομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκωθεῖσα — ἀποσαρκόομαι aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκωθείη — ἀποσαρκόομαι aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκωθείσαις — ἀποσαρκόομαι aor part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκωθείσης — ἀποσαρκόομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκωθῆναι — ἀποσαρκόομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσαρκωθῇ — ἀποσαρκόομαι aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποσαρκοῖ — πρό , ἀπό σαρκάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) προαποσαρκοῖ , πρό , ἀπό σαρκόω make fleshy pres ind mp 2nd sg προαποσαρκοῖ , πρό , ἀπό σαρκόω make fleshy pres opt act 3rd sg προαποσαρκοῖ , πρό , ἀπό σαρκόω make fleshy pres ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)